Χθες το απόγευμα, έψαχνα με το μάτι μου τον ορίζοντα μήπως διακρίνω πουθενά καπνό. Τίποτε. Και τότε ήρθαν στο μυαλό θύμησες μακρινές.
Μόλις είχαν κλείσει τα σχολεία και όλα τα παιδιά ήμασταν στη γειτονιά. Είχαμε όλο το καλοκαίρι μπροστά μας και ακόμη δεν είχε φύγει κανείς για διακοπές (όσοι πηγαιναν τότε διακοπές). Ήμασταν μεικτή παρέα, αγόρια/κορίτσια. Θούλη και Στέφη Ζην., Μαρία Φακ., Ανδρέας Γεωργ., Λιάνα Χουδ., Μάκης και Γιάννης Τουφ., Κατερίνα και Χριστίνα Σιακ., Δημήτρης Μέλ., Τίνα Καλ., Κυριάκος και Γιάννης Μόσχ., Κώστας Παπ., η αφεντιά μου και κατά περίπτωση τέσσερα-πέντε ακόμη παιδιά. Τα αγόρια παίζαμε μπάλα, αλλά όταν έβγαιναν τα κορίτσια, παίζαμε όλοι μαζύ: Μηλάκια, λάστιχο, κουτσό, κυνηγητό, κρυφτό ή κάναμε ποδήλατο μέχρι να νυχτώσει. Στις 23 Ιουνίου, όμως, το απογευματινό πρόγραμμα άλλαζε. Γύρω στις 7 σταματούσε το παιχνίδι, τα ποδήλατα έμπαιναν μέσα και όλοι μαζύ πηγαίναμε στα γύρω οικόπεδα να μαζέψουμε ξερά κλαδιά και μικρά ξύλα. Μετά από καμμιά ώρα, αφού στο μεταξύ είχαμε μαζέψει αρκετά και αφού είχε αρχίσει να σουρουπώνει, φτιάχναμε 3 σωρούς στη μέση του δρόμου, έναν μεγάλο μπροστά στην είσοδο του σπιτιού μου και δυο άλλους μικρότερους συνεχόμενους. Οι πιο μίζερες νοικοκυρές ξεκινούσαν τις διαμαρτυρίες για τους επικείμενους καπνούς, όμως εμείς δεν δίναμε σημασία. Αυτοκίνητα δεν περνούσαν, ο κ. Κώστας και ο κ. Νίκος είχαν φροντίσει να παρκάρουν αλλού, ο κ. Στέφανος και ο κ. Τάκης είχαν προ πολλού παρκάρει τα αυτοκίνητά τους μπροστά στα σπίτια τους μακριά από τις φωτιές. Και τότε άναβαν οι φωτιές! Μπουρλότο! Και έβγαιναν όλες οι νοικοκυρές, ακόμη και οι προαναφερθείσες μίζερες, και έφερναν τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια τους, που ως τότε κρέμονταν στις εξώπορτες, να καούν στις φωτιές του Αϊ-Γιάννη. Και όλοι μαζύ, μικροί-μεγάλοι, μπαίναμε στη σειρά να πηδήξουμε τις φωτιές "για το καλό". Και ξανά και ξανά μέχρι να τελειώσουν όλα τα εφόδια. Στο μεταξύ, απέναντι, αμφιθεατρικά, Αγία Παρασκευή, Βύρωνος, Κυρτζή, Εγνατία καίγονταν. Μεγάλες φλόγες και ψηλοί καπνοί ξεπηδούσαν μέσα από τις γειτονιές, δίπλα από τα σπίτια. Από τις άλλες μεριές, Παναγία και Χίλια, φωτίζονταν παίρνοντας το χρώμα από τις φλόγες. Και αφού έσβηναν σιγά-σιγά οι φωτιές μας, πηγαίναμε με κανάτες στο παρακείμενο βρυσάκι να φέρουμε το "αμίλητο νερό".
Όλα αυτά γίνονταν 40 με 50 χρόνια πριν.
Χθες, φαντάζομαι, ελάχιστοι θυμήθηκαν τις φωτιές του Κλείδωνα. Εξάλλου, τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια, όσα λίγα κρεμάστηκαν στις πόρτες, έχουν οδηγηθεί προ πολλού, μαραμένα, στα σκουπίδια, οι βρύσες και τα βρυσάκια έχουν στομωθεί, οι δρόμοι πιά έχουν ασφαλτοστρωθεί και γέμισαν παρκαρισμένα αυτοκίνητα, οικόπεδα με ξερά χόρτα και ξύλα δεν υπάρχουν και μού φαίνεται ότι τα παιδιά μας θα πηδάνε φωτιές κινώντας κατάλληλα τα κουμπιά του play-station.
Αλήθεια, τι κρίμα που δεν έχουν το ίδιο έθιμο και οι Αμερικάνοι, να φτιάξουν το αντίστοιχο ηλεκτρονικό παιχνίδι!
Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010
blog comments powered by Disqus