Τώρα που ξεμαύρισες και δεν μιλάς καλοκαιρινά.
Στη λευκή σου εποχή.
Χωρίς τον ήλιο τον ηλιάτορα να σου χαρίζει αναίδεια,
γλωσσάρα και λαμπερό δέρμα.
Χωρίς κρυμμένες κυτταρίτιδες στα κόπερτον.
Χωρίς παραλίες. Χωρίς τις λέξεις- σαράντα υπό σκιάν.
Γιατί τον Αύγουστο η γλώσσα μαυρίζει και ψήνεται.
Τον Αύγουστο λες θέλω, έρχομαι...
Ενώ τον Σεπτέμβριο η γλώσσα ξασπρίζει και ψιχαλίζει.
Τον Σεπτέμβριο λες δεν ξέρω, φοβάμαι, έβγαλε ψυχρούλα,
θα βρέξει, άστο για μετά, τι να σου πω τώρα, θα βράσω φασόλια. Όσα πρόλαβες να πεις τα είπες.
Κι όσα δεν πρόλαβες θα τα πεις του χρόνου. Τώρα μπορείς να μελαγχολήσεις για το καλοκαίρι που ξαναέφυγε και θα ξαναφύγει μέχρι να ξανάρθει. Το ίδιο έκαναν και πριν από σένα κι ο Ρεμπώ, κι ο Γκαίτε, κι ο Ασλάνογλου κι η φίλη μου η Καίτη που έχει κομμωτήριο στην Πάτρα.
[Γλυκερία Μπασδέκη]