«Βράδυ Κυριακής, μετά το φαγητό στο Φάληρο, ένα κέντρο. Ήμουν μικρός , θυμάμαι, όταν μ΄έπιανε η Ζωζώ απ΄το χέρι και με πήγαινε στο Φάληρο. Μόλις έβρισκα ευκαιρία να ξεφύγω, έσμιγα με τους φίλους μου και παίζαμε το αγαπημένο μας κυνηγητό. Διασχίζαμε τα τραπέζια, ρίχνοντας καρέκλες κι όταν βράδιαζε το γυρίζαμε στο κρυφτό. Τα βιαστικά γκαρσόνια μας κοίταζαν με άγρια βλέμματα, μα δεν μπορούσαν να μας κυνηγήσουν. Όταν νύχτωνε για τα καλά, μούσκεμα στον ιδρώτα, και με τι απειλές της Ζωζώς γυρνούσα σπίτι. Ώσπου ήρθε ο πόλεμος, μαύρος κι άγριος (ο Β΄ Παγκόσμιος). Όπως όλη η Ελλάδα ερειπώθηκε και το Φάληρο ερήμωσε κι αυτό. Γκρεμίστηκαν τα ντουβάρια του, ξεράθηκαν οι γλάστρες και παραδόθηκε στην καταλυτική αρμύρα της θάλασσας. Ο πόλεμος πέρασε. Ξαναχτίσθηκαν τα ντουβάρια, ξαναμπήκαν οι γλάστρες. Πάλι κάθε Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή πλημμύριζε κόσμο. Όταν περνάς απ΄τον δρόμο, οι μυρωδιές της κουζίνας σε προκαλούν. Και σήμερα, έπιασα ξανά ένα τραπέζι πάνω από τα άγρια βράχια. Απέναντι το λιμάνι, ο φάρος, ο κυματοθραύστης. Πιο πέρα, στο βάθος, το νησί, η Θάσος...»
Κείμενο: Βασίλης Βασιλικός, Γλαύκος Θρασάκης
Φωτογραφία: Μια παρέα στον κήπο του κέντρου, 2 Οκτ 1939.