
Ήταν το ΜΕΡΟΣ που ψάχναμε. Δεν υπήρχε ούτε καν μονοπάτι. Κάποια νεροφαγώματα που με το καιρό φάρδυναν, και απ΄αυτά, γλιστρώντας και κατρακυλώντας κατέβαινες στην αμμουδιά. Από το δρόμο δεν φαινόταν τίποτε. Βγήκαμε σε κάτι σαν πλάτωμα, από το οποίο είχαμε πανοραμική θέα όλης της ακτής. Απέναντί μας, πολύ κοντά φαινόταν το νησάκι Κοίνυρα. Κοιτούσαμε άφωνοι! Σ΄ ένα κενό ανάμεσα σε πεύκα στήσαμε το αντίσκηνο, έτσι που να μή φαίνεται τίποτε από το δρόμο, γιατί απαγορευόταν το ελεύθερο κάμπιγκ. Τη μέρα είχε μόνο ξένους , αλλά το απόγευμα έφευγαν όλοι. Το βράδυ ήμασταν μόνοι σε ολόκληρη την παραλία. Απορούσαμε πού είχαν ανακαλύψει το μέρος όλοι αυτοί οι ξένοι και μεις είχαμε άγνοια.
Σε κάθε περιοχή υπήρχε και μια ομάδα από μία εθνικότητα. Δεξιά μας, σε κάτι σαν σπηλιά στα βράχια, ήταν μια μεγάλη παρέα Γάλλων που μάλιστα είχανε και στρώματα μαζί τους και διάφορ
Για νερό, κατέβαινες στην αμμουδιά, προχωρούσες στο τέρμα του κόλπου, και κει κάπου ανάμεσα στα βράχια έσταζαν λίγες σταγόνες. Πρέπει να ήταν καθαρό γιατί όλοι από αυτό έπιναν. Την επόμενη χρονιά δεν υπήρχε. Είχε αλλάξει φαίνεται η ροή του.
Το μόνο κακό ήταν όταν αποφάσιζες να φας. Με το που ανοίγαμε το Ζβαν κατέφταναν όλες οι σφίγγες της περιοχής Το βράδυ από κάποια ώρα και μετά δεν εμφανίζονταν τίποτε μέχρι που ερχόταν η ώρα των κουνουπιών. Είχαμε μαζί μας αουτάν, αλλά δε βοηθούσε και πολύ. Και μετά, αφού περνούσε κι η ώρα των κουνουπιών, άρχιζε η μαγεία.
Αστέρια παντού κι ο ήχο της θάλασσας.
Ένα μοναδικό μέρος, αλλά μοναδικά χρόνια ήταν και τα χρόνια εκείνα. Μακάρι να το ξέραμε νωρίτερα και να είχαμε απολαύσει περισσότερες φορές τη μαγεία του.
Τώρα κατεβαίνουν αυτοκίνητα και έχουν κτισθεί, εκτός από τις καντίνες και τα καφενεία, και αρκετά σπίτια.