Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατόν μου Τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ,
Θεέ μου πλαστουργέ μου,
πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον Τάφον αι Μυροφόροι μύρα,
λίαν πρωί ελθούσαι...
(Μεγάλες Παρασκευές, από νωρίς το απόγευμα στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης, ακούγαμε τα κορίτσια της συνοικίας να το τραγουδούν.)
γλυκύτατόν μου Τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ,
Θεέ μου πλαστουργέ μου,
πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον Τάφον αι Μυροφόροι μύρα,
λίαν πρωί ελθούσαι...
(Μεγάλες Παρασκευές, από νωρίς το απόγευμα στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης, ακούγαμε τα κορίτσια της συνοικίας να το τραγουδούν.)