" ΄Ηταν Αύγουστος του 1922 και στην Πάνορμο η Περζούλα, σύζυγος Χρήστου Χριστοφορίδη, ετοίμασε τα παιδιά και τα ντέκια (στρωσίδια και φαγητά), όπως κάθε χρόνο. Πήγαιναν στο Μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης, αντίκρυ στην Κύζικο, για το μεγάλο πανηγύρι. Να προσκυνήσουν στη χάρη της, να κάνουν αγρύπνια και να γλεντήσουν. Την επόμενη, μέρα αργία, θα έρχονταν και οι άντρες. Ο Χρήστος θα έκλεινε το ζαχαροπλαστείο και θα πήγαινε να τους βρει. Μετά την πρωινή λειτουργία θα έστρωναν το γιορτινό τραπέζι κάτω από τα δέντρα και το απογευματάκι θα έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής.
Έφτασε όμως το κακό μαντάτο. Η γιαγιά πήρε τα τρία της παιδιά και δρόμο για την παραλία, εκεί που περίμεναν οι βάρκες για να τους πάνε στα μεγάλα καράβια. Η θεία Χαρίκλεια, η μεγαλύτερη κόρη της γιαγιάς, μικρό κορίτσι τότε, είχε ένα σκυλάκι που την ανάγκασαν να το αφήσει στην αμμουδιά. Κι εκείνο το κακόμοιρο, η Λίζα, όταν απομακρυνόταν η βάρκα άρχισε ένα παραπονιάρικο κλαψούρισμα, σαν να έλεγε '' πάρτε με μαζί σας''. Στα κρυφά η Χαρίκλεια του έκανε νόημα κι εκείνο ρίχτηκε στη θάλασσα και μπήκε στη βάρκα. Το έφεραν κι αυτό προσφυγάκι στην Ελλάδα.''
Διάβασα πρόσφατα αυτό το μικρό σημείωμα της Βίλης Καραρίζου στην περιοδική έκδοση ΜΝΗΜΗ των Μικρασιατών Καβάλας, μιας αξιέπαινης προσπάθειας να κρατηθούν οι μνήμες των προγόνων, που επιμελείται με μεγάλο ενθουσιασμό και ψυχή ο Κυριάκος Λυκουρίνος.
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο σημείωμα τα είχα ακουστά και την Χαρίκλεια την έχω γνωρίσει. Ο Χρήστος Χριστοφορίδης με τη γυναίκα του Περζούλα (η οποία καταγόταν από την Πέραμο) και τα τρία τους παιδιά, τη Χαρίκλεια, τον Μισαήλ και την Ευθαλεία ήρθαν στην Καβάλα με το πλοίο, πρόσφυγες από την Πάνορμο χωρίς να προφτάσουν να πάρουν μαζί τους τίποτε.
Στην αρχή τους έβαλαν να μείνουν στην καπναποθήκη Ρεζή, το σημερινό Εμπορικό κέντρο. Θυμάμαι μια φορά, ήμασταν ακόμη μαθητές στο Λύκειο, καθώς ανεβαίναμε από την Αβέρωφ, ο Χρήστος μου έδειξε δυο καρφιά πάνω στο τοίχο της καπναποθήκης και μου είπε ότι τα κάρφωσε ο πατέρας του για να απλώνει η γιαγιά του η Περζούλα τα ρούχα τους.
Κατόπιν η οικογένεια μεταφέρθηκε σε ένα προσφυγικό μαχαλά στο Βύρωνα, εκεί που είναι κτισμένο σήμερα το 2ο Γυμνάσιο και το ΠΙΚΠΑ. Κατασκευές με σανίδες και πισόχαρτα, με κοινά αποχωρητήρια, χωρίς θέρμανση και πολλή φτώχεια. Θυμάμαι αρκετές φορές τον πατέρα του Χρήστου, τον κύριο Μιχάλη, να αναφέρεται στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης τους στην καπναποθήκη αλλά και στην παραγκούπολη. Ο Χρήστος Χριστοφορίδης δούλεψε για ένα διάστημα στο ζαχαροπλαστείο του Καζαντζίδη και πέθανε το 1942 στην κατοχή.
(Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Κομνηνό Γ. Απότα για την παραχώρηση της πρώτης φωτογραφίας, που είναι δημοσιευμένη στο αξιόλογο και ιδιαίτερα εμπεριστατωμένο βιβλίο του: Οι Θρησκευτικές κοινότητες της Καβάλας 1850-1950, δίνοντάς μας την ευκαιρία να δούμε τη γειτονιά μας όπως ήταν εκείνη την περίοδο. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το 1926 και βλέπουμε σκηνές στις οποίες έμεναν ακόμη κάποιοι πρόσφυγες. Ο χωματόδρομος (Α) που διασχίζει το ένα και μοναδικό αυτοκίνητο είναι η 7ης Μεραρχίας, ενώ από κάτω της διακρίνεται η οδός Εγνατίας (Β) και το σπίτι (C) του συμμαθητή μας Ασαδόρ Α. Η παραγκούπολη φαίνεται καθαρά και υπήρχαν μάλιστα κάποια απομεινάρια αυτών θλιβερών κατασκευών μέχρι που πηγαίναμε στο Δημοτικό σχολείο (τελευταία φωτογραφία.)
Έφτασε όμως το κακό μαντάτο. Η γιαγιά πήρε τα τρία της παιδιά και δρόμο για την παραλία, εκεί που περίμεναν οι βάρκες για να τους πάνε στα μεγάλα καράβια. Η θεία Χαρίκλεια, η μεγαλύτερη κόρη της γιαγιάς, μικρό κορίτσι τότε, είχε ένα σκυλάκι που την ανάγκασαν να το αφήσει στην αμμουδιά. Κι εκείνο το κακόμοιρο, η Λίζα, όταν απομακρυνόταν η βάρκα άρχισε ένα παραπονιάρικο κλαψούρισμα, σαν να έλεγε '' πάρτε με μαζί σας''. Στα κρυφά η Χαρίκλεια του έκανε νόημα κι εκείνο ρίχτηκε στη θάλασσα και μπήκε στη βάρκα. Το έφεραν κι αυτό προσφυγάκι στην Ελλάδα.''
Διάβασα πρόσφατα αυτό το μικρό σημείωμα της Βίλης Καραρίζου στην περιοδική έκδοση ΜΝΗΜΗ των Μικρασιατών Καβάλας, μιας αξιέπαινης προσπάθειας να κρατηθούν οι μνήμες των προγόνων, που επιμελείται με μεγάλο ενθουσιασμό και ψυχή ο Κυριάκος Λυκουρίνος.
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο σημείωμα τα είχα ακουστά και την Χαρίκλεια την έχω γνωρίσει. Ο Χρήστος Χριστοφορίδης με τη γυναίκα του Περζούλα (η οποία καταγόταν από την Πέραμο) και τα τρία τους παιδιά, τη Χαρίκλεια, τον Μισαήλ και την Ευθαλεία ήρθαν στην Καβάλα με το πλοίο, πρόσφυγες από την Πάνορμο χωρίς να προφτάσουν να πάρουν μαζί τους τίποτε.
Στην αρχή τους έβαλαν να μείνουν στην καπναποθήκη Ρεζή, το σημερινό Εμπορικό κέντρο. Θυμάμαι μια φορά, ήμασταν ακόμη μαθητές στο Λύκειο, καθώς ανεβαίναμε από την Αβέρωφ, ο Χρήστος μου έδειξε δυο καρφιά πάνω στο τοίχο της καπναποθήκης και μου είπε ότι τα κάρφωσε ο πατέρας του για να απλώνει η γιαγιά του η Περζούλα τα ρούχα τους.
Κατόπιν η οικογένεια μεταφέρθηκε σε ένα προσφυγικό μαχαλά στο Βύρωνα, εκεί που είναι κτισμένο σήμερα το 2ο Γυμνάσιο και το ΠΙΚΠΑ. Κατασκευές με σανίδες και πισόχαρτα, με κοινά αποχωρητήρια, χωρίς θέρμανση και πολλή φτώχεια. Θυμάμαι αρκετές φορές τον πατέρα του Χρήστου, τον κύριο Μιχάλη, να αναφέρεται στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης τους στην καπναποθήκη αλλά και στην παραγκούπολη. Ο Χρήστος Χριστοφορίδης δούλεψε για ένα διάστημα στο ζαχαροπλαστείο του Καζαντζίδη και πέθανε το 1942 στην κατοχή.
(Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Κομνηνό Γ. Απότα για την παραχώρηση της πρώτης φωτογραφίας, που είναι δημοσιευμένη στο αξιόλογο και ιδιαίτερα εμπεριστατωμένο βιβλίο του: Οι Θρησκευτικές κοινότητες της Καβάλας 1850-1950, δίνοντάς μας την ευκαιρία να δούμε τη γειτονιά μας όπως ήταν εκείνη την περίοδο. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το 1926 και βλέπουμε σκηνές στις οποίες έμεναν ακόμη κάποιοι πρόσφυγες. Ο χωματόδρομος (Α) που διασχίζει το ένα και μοναδικό αυτοκίνητο είναι η 7ης Μεραρχίας, ενώ από κάτω της διακρίνεται η οδός Εγνατίας (Β) και το σπίτι (C) του συμμαθητή μας Ασαδόρ Α. Η παραγκούπολη φαίνεται καθαρά και υπήρχαν μάλιστα κάποια απομεινάρια αυτών θλιβερών κατασκευών μέχρι που πηγαίναμε στο Δημοτικό σχολείο (τελευταία φωτογραφία.)