Tο αρχείο του Paul Collart, πέρα από το μεγάλης αξίας αρχαιολογικό και γεωγραφικό υλικό, περιλαμβάνει επίσης και μία πλούσια συλλογή εθνογραφικών φωτογραφιών, καθώς και ανέκδοτα στιγμιότυπα από επίκαιρα γεγονότα. Επαρχιακές σκηνές, χοροί στη Μακεδονία, εορτασμοί στους Δελφούς, λαϊκή αγορά στην Αθήνα, μέσα από μερικά στιγμιότυπα μη αρχαιολογικά, διαγράφονται τα ήθη και ο παραδοσιακός τρόπος ζωής των κατοίκων μιάς χώρας που το 1928 έχει αρχίσει πλέον να ξαναβρίσκει τη γαλήνη που είχε χάσει κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο Paul Collart είναι ένας εξαίρετος παρατηρητής της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, ακόμη και της Βουλγαρίας. Φωτογραφίζει σκηνές από τη ζωή των Σαρακατσάνων. Έχει την τύχη να παραβρεθεί σ΄ένα γάμο τους στουs Φιλίππους και αποθανατίζει τις πιο σημαντικές του στιγμές. Η ζωή και τα ήθη της σύγχρονης Ελλάδας φαίνεται να τον ελκύουν στο βαθμό που απηχούν την Αρχαιότητα: οι χοροί των νεαρών Σαρακατσάνων δεν είναι ίσως πολύ μακριά από τις χορωδίες των νεαρών
... Βλέποντας τις φωτογραφίες των Σαρακατσάνων με τα εορταστικά τους ρούχα, μου έρχεται στο μυαλό το έξοχο κείμενο ενός μεγάλου φιλέλληνα περιηγητή, του Patrick Leigh Fermor, o οποίος 25 περίπου χρόνια μετά τον P. Collart είχε την τύχη να παραβρεθεί κι αυτός σ΄ένα παρόμοιο γάμο στη Συκαράγη (Συκκορράχη) κοντά στην Αλεξανδρούπολη και αναφέρει σχετικά στο βιβλίο του -εκδόθηκε στα αγγλικά το 1966- με τίτλο: ΡΟΥΜΕΛΗ.
«...Οι Σαρακατσάνοι με γέμιζαν πάντοτε δέος....Οι φορεσιές τους ήταν τελείως διαφορετικές από αυτές που συναντάμε σε άλλα Ελληνικά χωριά.....Δεν έχουν ούτε μία καμπύλη σε σχήμα κύκλου, μιά έλλειψη, τίποτα που να ελίσσεται. Τα μόνα στρογγυλά πράγματα ήταν οι αλυσίδες και τα γιορντάνια Μιά άλλη πρόσφατη προσθήκη στο γεωμετρικό σύνολο, κοινή και στη νύφη και στις ακόλουθές της, ήταν ένας φαρδύς άσπρος στρογγυλός γιακάς...Ηταν δύσκολο να προσδιορίσει κανείς γιατί αυτά τα ρούχα φαίνονταν τόσο όμορφα. Ασκούσαν την ιδιαίτερη σαγήνη των αρχαίων ελληνικών αγγείων της γεωμετρικής εποχής. Κάθε σχέδιο ήταν καμωμένο με ευθείες και τρίγωνα, κι εδώ κι εκεί μια υποτυπώδη αρχή εκείνων των σχημάτων με τους άσπρους σταυρούς πάνω σε μαύρο κάμπο, που σκεπάζουν τα άμφια των επισκόπων...».
Ψάχνοντας να βρει την ετυμολογία του ονόματός τους ( στα υπόλοιπα Βαλκάνια ονομάζονται και Καρακατσάνοι) προτιμά να τους αποκαλεί '' Οι Μαύροι Αποδημητές''.
Αρκετά χρόνια μετά, το 1978, στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του αναφέρει γι΄αυτούς:
« Εκεί ψηλά στη Βόρεια Ελλάδα, που είναι το θέμα του βιβλίου, τα πράγματα έχουν αλλάξει με ανάλογη ταχύτητα. Οι Σαρακατσάνοι έχουν σχεδόν όλοι αποκτήσει μόνιμες εγκαταστάσεις.... Τα μαντριά τους που ήταν φτιαγμένα με κλαριά και τα κυλινδρικά τους καλύβια έχουν χαθεί. Τώρα πια η αυλακωτή λαμαρίνα σου πληγώνει τα μάτια αντανακλώντας το βορινό φως. Κι όταν ξεκινάνε να κατέβουν από τα βουνά, του Αγίου Δημητρίου, κι αυτοί, όπως κι οι άλλοι πρώην νομάδες, οι Βλάχοι, ταξιδεύουν με τα φορτηγά. Οι καταπληκτικές φορεσιές των γυναικών τους μένουν διπλωμένες τακτικά σε μπαούλα και σε ντουλάπες ή τις βλέπουμε μέσα στις βιτρίνες στα λαογραφικά μουσεία.....»