Στα αρχαία ελληνικά η επιστροφή λέγεται νόστος. Άλγος σημαίνει πόνος. Νοσταλγία λοιπόν είναι ο πόνος που προκαλεί σε κάποιον η ανικανοποίητη λαχτάρα της επιστροφής. Γι αυτήν τη θεμελιακή έννοια οι περισσότεροι Ευρωπαίοι διαθέτουν μια λέξη ελληνικής καταγωγής ( nostalgie, nostalgia), κι έπειτα άλλες λέξεις που έχουν τις ρίζες τους στην εθνική γλώσσα: anoranza λένε οι Ισπανοί, saudade λένε οι Πορτογάλοι. Σε κάθε γλώσσα αυτές οι λέξεις έχουν διαφορετική σημασιολογική απόχρωση. Συχνά σημαίνουν τη θλίψη που προκαλεί σε κάποιον η αδυναμία να επιστρέψει στη χώρα του. Πόνος, αρρώστια για τη χώρα σου, για το σπίτι σου και για τους δικούς σου ανθρώπους. Αυτό που στα αγγλικά λέγεται homesickness. Ή στα γερμανικά: Heimweh. Ολλανδικά: Heimeh.
Πρόκειται όμως για χωρική συρρίκνωση αυτής της μεγάλης έννοιας. Τα ισλανδικά, μια από τις παλαιότερες ευρωπαΐκές γλώσσες, κάνουν διάκριση ανάμεσα σε δύο όρους: soknudur: νοσταλγία με τη γενική σημασία και heimfra: πόνος για τη χώρα σου. Οι Τσέχοι, πλάι στη λέξη νοσταλγία, που την πήραν από τα ελληνικά, έχουν δικό τους ουσιαστικό γι ΄αυτήν την έννοια: stesk και δικό τους ρήμα στη φράση styska se mi po tobe. Στα ισπανικά η anoranza βγαίνει από το ρήμα anorar που βγαίνει από το καταλάνικο envoyar, που προέρχεται από το λατινικό ingorare (αγνοώ). Ορισμένες γλώσσες έχουν δυσκολίες με τη νοσταλγία: οι Γάλλοι μπορούν να την εκφράσουν με το ελληνικής καταγωγής ουσιαστικό, δεν έχουν όμως ρήμα. Μπορούν να πουν je m΄ ennuie de toi, αλλά η λέξη s'ennuyer είναι αδύναμη και πολύ ανάλαφρη για ένα τέτοιο συναίσθημα. Οι Γερμανοί σπάνια χρησιμοποιούν τη λέξη νοσταλγία με την ελληνική μορφή και προτιμούν να πουν sehnsucht που δεν εμπεριέχει κατανάγκην την ιδέα ενός νόστου...(Μίλαν Κούντερα, Η άγνοια)
...Εις το επανιδείν Κώστα.