Τω καιρώ εκείνω, ο εύ δρων «Σύλλογος Γραμμάτων και Τεχνών» Kαβάλας προσκάλεσε τον Καραγάτση να επισκεφθεί την πόλη, για να δώσει μιά διάλεξη στην αίθουσα της Μεγάλης Λέσχης. Ο Καραγάτσης αφήχθη στην Καβάλα στις 7 Απριλίου 1960, μια κλασσική Πέμπτη, και παρέμεινε στην πόλη 2-3 μέρες, κυκλοφορώντας με τον θρυλικό λευκό σκαραβαίο της Φολξβάγκεν. Συνοδευόταν από τη γυναίκα του, τη γνωστότατη ζωγράφο Νίκη, η οποία τον κανάκευε, καταφέρνοντας να κρύβει με μεγάλη διακριτικότητα την ανησυχία της για την υγεία του. Πράγματι, καθ΄όλη τη διάρκεια της ομιλίας του ο Καραγάτσης άνοιγε κάθε τόσο ένα μικρό μαύρο τσαντάκι και κατάπινε κάποιο χάπι-γεγονός που μου είχε κάνει τότε μεγάλη εντύπωση, καίτοι ο ίδιος μου μίλησε αργότερα για το έμφραγμα του μυοκαρδίου, που είχε σχετικά πρόσφατα υποστεί.
Ψηλός, επιβλητικός, αεικίνητος, ασκούσε άμεση γοητεία στον περίγυρό του. Εκείνο όμως που καθήλωνε ιδιαιτέρως τους συνομιλητές του ήταν το βλέμμα του. Δεν θυμάμαι να συνάντησα έκτοτε άνθρωπο με ανάλογο βλέμμα, όπως αυτό το καθαρό, διεισδυτικό, ερευνητικό και αθώο λάμπον όμμα του Καραγάτση. Αργά το βράδυ, περπατώντας στο περίτεχνο λιθόστρωτο της παραλίας (ψιλόβρεχε κιόλας), του αφηγήθηκα τις περιπετειώδεις συνθήκες υπό τις οποίες πρωτογνώρισα το έργο του-τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν, μαθητής ών τότε εγώ στο γυμνάσιο Πύργου...
Την επομένη το απόγευμα ήρθαν στο σπίτι για καφέ. Από τη βεράντα χαζεύαμε απέναντι τη θάλασσα, τη Θάσο, το Όρος...Το βράδυ, περπατώντας πάλι στα καλντερίμια της παλιάς πόλης, ο Καραγάτσης απομόνωσε δυό τρεις του ανδρικού φύλου και άρχισε να διηγείται ιστορίες...
Τον αποχαιρέτησα αργά στο ξενοδοχείο: ήταν προφανές ότι τις ιατρικές απαγορεύσεις ελάχιστα τις έπαιρνε στα σοβαρά. Άλλα τον απασχολούσαν, καταλάβαινε ότι ο μύθος του ξέφτιζε, έχανε το έδαφος, και τώρα που έγραφε Το 10 βούλιαζε στις αμφιβολίες. Βιαζόταν να το τελειώσει, καταλάβαινε ότι δεν τον έπαιρνε ο καιρός...
-Θα φύγω αύριο κατά τις 12, μου είπε. Εάν μπορέσετε, ελάτε λίγο το πρωί από δω...
Την επομένη πήγα με το λεωφορείο στην κοντινή Ελευθερούπολη, να κάνω ιατρείο ( ήμουν τότε υπίατρος) σε ένα τάγμα πεζικού. Γύρω στις δώδεκα ξεμπέρδεψα και πήρα για την Καβάλα το λεωφορείο των δωδεκάμισυ. Λίγο πριν από τις στροφές για τον Άγιο Σύλλα, είδα το λευκό Φολξβάγκεν με τον Καραγάτση να κατευθύνεται προς Θεσσαλονίκη: ακόμη θυμάμαι τη στενοχώρια μου, που δεν μπόρεσα να ξανασυναντήσω τον (θανόντα μετά από πέντε μήνες) συγγραφέα της Μεγάλης Χίμαιρας...
Κείμενο: Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Αποκείμενα, εκδ. Νεφέλη, 2001.
Τον αποχαιρέτησα αργά στο ξενοδοχείο: ήταν προφανές ότι τις ιατρικές απαγορεύσεις ελάχιστα τις έπαιρνε στα σοβαρά. Άλλα τον απασχολούσαν, καταλάβαινε ότι ο μύθος του ξέφτιζε, έχανε το έδαφος, και τώρα που έγραφε Το 10 βούλιαζε στις αμφιβολίες. Βιαζόταν να το τελειώσει, καταλάβαινε ότι δεν τον έπαιρνε ο καιρός...
-Θα φύγω αύριο κατά τις 12, μου είπε. Εάν μπορέσετε, ελάτε λίγο το πρωί από δω...
Την επομένη πήγα με το λεωφορείο στην κοντινή Ελευθερούπολη, να κάνω ιατρείο ( ήμουν τότε υπίατρος) σε ένα τάγμα πεζικού. Γύρω στις δώδεκα ξεμπέρδεψα και πήρα για την Καβάλα το λεωφορείο των δωδεκάμισυ. Λίγο πριν από τις στροφές για τον Άγιο Σύλλα, είδα το λευκό Φολξβάγκεν με τον Καραγάτση να κατευθύνεται προς Θεσσαλονίκη: ακόμη θυμάμαι τη στενοχώρια μου, που δεν μπόρεσα να ξανασυναντήσω τον (θανόντα μετά από πέντε μήνες) συγγραφέα της Μεγάλης Χίμαιρας...
Κείμενο: Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Αποκείμενα, εκδ. Νεφέλη, 2001.