Στο καφενείο είμαστε τρεις φίλοι. Βράδυ. Αυτός που έρχεται να πάρει παραγγελία είναι νέος. Αμούστακος σχεδόν. Μερακλής όμως για να είναι εδώ. Δεν ξέρει ότι εδώ μεγαλώσαμε, αλλά είναι εδώ. Η διάρκεια στο δικαίωμα της ελπιδοφόρου απελπισίας ανάμεσα στην Παναγία και την Αγία Βαρβάρα. Παίρνει την παραγγελία και φεύγει. Μπορείς εύκολα να φύγεις όταν είσαι εδώ.
Το μαγαζί είναι μικρό, σχεδόν ανύπαρκτο. Αν δεν είσαι από την Καβάλα, θα το προσπεράσεις. Οι τρεις μας καθόμαστε κι οι πλώρες των καϊκιών είναι κυριολεκτικά πάνω από τα κεφάλια μας.[...]
Ζητώ την άδεια να βγω έξω. Να περπατήσω μέσα στο καλαφάτι. Ο νεαρός χαμογελάει. Βγαίνω. Περπατώ ανάμεσα στα καΐκια. Σκοτάδι. Σκοντάφτω στο ακατάστατο έδαφος της μνήμης και σ΄ αντικείμενα που δεν γνωρίζω. Ψιλοβρέχει. Βλέπω τη θάλασσα. Επιστρέφω στο καφενείο. Ο νεαρός έχει πιάσει το μπουζούκι. Άλλος ένας με την κιθάρα. Δυο κορίτσια με την ομορφιά τους. Τραγουδάνε. Μόνο ρεμπέτικα. Με αθώα έπαρση καθώς τα καΐκια κρέμονται πάνω από το κεφάλι μας και ισορροπούνε στα ίδια παλιά μπουντέλια τ΄ ουρανού και της βροχής.
Τραγουδήσαμε κι εμείς οι τρεις: «Χαράματα η ώρα τρεις, θα ΄ρθω να σε ξυπνήσω...».
Ζητώ την άδεια να βγω έξω. Να περπατήσω μέσα στο καλαφάτι. Ο νεαρός χαμογελάει. Βγαίνω. Περπατώ ανάμεσα στα καΐκια. Σκοτάδι. Σκοντάφτω στο ακατάστατο έδαφος της μνήμης και σ΄ αντικείμενα που δεν γνωρίζω. Ψιλοβρέχει. Βλέπω τη θάλασσα. Επιστρέφω στο καφενείο. Ο νεαρός έχει πιάσει το μπουζούκι. Άλλος ένας με την κιθάρα. Δυο κορίτσια με την ομορφιά τους. Τραγουδάνε. Μόνο ρεμπέτικα. Με αθώα έπαρση καθώς τα καΐκια κρέμονται πάνω από το κεφάλι μας και ισορροπούνε στα ίδια παλιά μπουντέλια τ΄ ουρανού και της βροχής.
Τραγουδήσαμε κι εμείς οι τρεις: «Χαράματα η ώρα τρεις, θα ΄ρθω να σε ξυπνήσω...».
Κώστας Καναβούρης
Εφημερίδα Αυγή, 24.2.2002
(Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο βιβλίο: «ΚΑΒΑΛΑ. Μια πόλη στη λογοτεχνία» που επιμελήθηκε ο Διαμαντής Αξιώτης.)
(Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο βιβλίο: «ΚΑΒΑΛΑ. Μια πόλη στη λογοτεχνία» που επιμελήθηκε ο Διαμαντής Αξιώτης.)