Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Στο νησί των φρικιών (Μέρος Γ΄ - και τελευταίο)

Δεν ξέρω αν είναι οι όμορφες καταστάσεις που έζησα ή οι τόσο διαφορετικές ή το γεγονός ότι ήταν η πρώτη μου επίσκεψη σε κυκλαδονήσι ή όλα αυτά μαζύ, αλλά οι αναμνήσεις παραμένουν ζωντανές παρά τα 30τόσα χρόνια που μεσολάβησαν.
Επειδή θα μπορούσα να γράφω ασταμάτητα για την περιπέτεια της Ίου (ή, μήπως, της χαμένης νιότης μας;), θα κλείσω με μερικά ακόμη περιστατικά.
Αργά το σούρουπο φτάσαμε στον Μυλοπότα και δεν υπήρχε κόσμος στην παραλία. Στήσαμε τις σκηνές και φύγαμε για τη Χώρα. Το άλλο πρωί, κατά τις 10, βάλαμε τα μαγιώ μας και βγήκαμε από το κάμπινγκ στην αμμουδιά ακριβώς μπροστά μας. Η άμμος ήταν ελαφρά υπερυψωμένη και μετά κατέβαινε ομαλά προς τη θάλασσα. Στην κορυφή της άμμου, δυο Ούννες ολόγυμνες, με ολάνοιχτα τα πόδια, λιάζονταν κάτω από τον ήδη καυτό ήλιο. Κάποιος αναρωτήθηκε αν βλέπει καλά και κάποιοι έκαναν τους αδιάφορους καθώς ο τρίτος έτρεξε στην άμμο, έσκαψε ελαφρά και έπεσε μπρούμυτα, για τον προφανή λόγο. Σε λίγο το πρώτο σοκ είχε ξεπεραστεί. Ολόγυρά μας γεννητικά και λοιπά όργανα κάθε φύλου, μεγέθους και χρώματος, περιποιημένα ή ακατέργαστα, ήταν στην κοινή θέα.
Όλοι μπορούσαν να συνεννοηθούν στα Αγγλικά. Ακόμη και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ντόπιοι. Όμως, μας προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση όταν ο μεσήλικας ιδιοκτήτης του κάμπινγκ όχι μόνο μιλούσε, αλλά και σκεφτόταν στα Αγγλικά: Όταν του έδειξε ο Κυριάκος το δίπενο που του έδωσε κατά λάθος ρέστα αντί για εικοσάρικο, αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα "Who gave this coin to me for a greek one?".
Τα βράδυα στον Μυλοπότα ήταν μαγικά. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ξαπλώναμε στην άμμο και κοιτάζαμε τον ουρανό. Θέαμα μεγαλειώδες. Χιλιάδες αστέρια, νεφελώματα, διάττοντες αποκαλύπτονταν στα μάτια μας.
Τα μεσημέρια στον Μυλοπότα, αν δεν ήσουν στην παραλία, ήταν αφόρητα. Ένα απόγευμα στο κάμπινγκ, μας πλησίασε ένας Αυστριακός από παρακείμενη σκηνή και μας είπε ότι, αφού περπάτησε πολύ (δείχνοντας προς το βουνό), βρήκε ένα "fig tree" και κατάφερε να κοιμηθεί λίγο από κάτω!
Μια μέρα καταφέραμε να ξυπνήσουμε νωρίς, να πάρουμε το λεωφορείο για το λιμάνι και να προλάβουμε (στο τσακ, βέβαια) τα δυο καϊκια που έφευγαν καθημερινά στις εννιά και μισή το πρωί για Μαγγανάρι. Επιβιβαστήκαμε στο ένα απ' αυτά (νομίζω ότι λεγόταν "Κρητικάκης") και μετά από μια ώρα ταξείδι, αφού διαπλεύσαμε όλη τη δυτική πλευρά του νησιού, φτάσαμε στο νοτιότερο άκρο του, στο Μαγγανάρι. Θέαμα απερίγραπτα εκπληκτικό. Ένας κόλπος απάνεμος, ρηχός, με μια ατέλειωτη ψιλή άμμο. Οι επιβαίνοντες στα δυο καϊκια, πέταξαν τα ρούχα τους και σκορπίστηκαν στην απεραντοσύνη της παραλίας. Δυο θείτσες, με ρόμπες και χοντρές κάλτσες (!!!), πήραν άρον άρον από δυο μικρά παιδιά από το χέρι και έσπευσαν να αποχωρήσουν βρίζοντας τους αναίσχυντους τουρίστες. Εξαφανίστηκαν προς πέντε-έξι μικρά σπιτάκια που βρίσκονταν στο βάθος λίγο πριν τους πρόποδες του βουνού. Τα καϊκια έδεσαν στο μικρό λιμανάκι και καθρεφτίζονταν στη γαλανή θάλασσα. Μπροστά τους ένα ταβερνάκι, το μοναδικό στην περιοχή. Νομίζω ότι επάξια διεκδικεί θέση στο top five των πιο βρώμικων ταβερνών που συνάντησα στη ζωή μου.
Επιστροφή με το Ε/Γ-Ο/Γ "ΜΙΑΟΥΛΗΣ". Μόνος. Το τελευταίο βράδυ εγώ, γνωστός συντηρητικός, έφυγα σχετικά νωρίς από τη Χώρα για να ξεκουραστώ εν όψει του ταξειδιού της επομένης. Οι άλλοι δυο έμειναν "για ένα ποτό ακόμη" και απέκτησαν ... ευρωπαϊκή διάσταση. Όσο εγώ κοιμόμουν, αυτοί ξαγρυπνούσαν στην αμμουδιά θυσιαζόμενοι στον βωμό της φιλοξενίας και της συναδέλφωσης των λαών. Το πρωί, με πλατύ μισοένοχο και μισοθριαμβευτικό χαμόγελο, μου ανακοίνωσαν ότι πέρασαν τη νύχτα με "μπαλαμούτι" - άλλη λέξη της εποχής - και δεν είχαν σκοπό να φύγουν.
(Νάσαι καλά Brigitte, όπου κι αν είσαι, και χρόνια πολλά για χθες, που έκλεισες τα 54!!!)
blog comments powered by Disqus