Το λιμάνι της Καβάλας αποτελεί ένα βαθύ όρμο και επειδή είχαμε αντίθετο τον άνεμο πήραμε κατεύθυνση δεξιά με προορισμό το ακρωτήρι που προεξέχει περισσότερο, ώστε διασταυρωνόμενοι να έχουμε εκείνο τον κάβο αριστερά στον οποίο είναι σκαρφαλωμένα τα σπίτια τη πόλης.
Όταν λοιπόν φτάσαμε σχεδόν στ΄ ανοιχτά και ατενίζαμε την απεραντοσύνη τη λάμψης και του γαλάζιου αβίαστα φωνάξαμε: Ω τι μαγεία! Τη νύχτα είχε σταματήσει η βροχή. Στην ατμόσφαιρα δεν υπήρχε ο παραμικρός υδρατμός. Στην πράσινη και καστανή ακτή μπορούσαμε να διακρίνουμε κάθε πέτρα και βράχο. Κι από τις δύο πλευρές του όρμου έλαμπε το φωτεινόσταχτο ακρωτήρι. Στο βάθος του η πόλη, με τις επάλξεις του φρουρίου ψηλά κοντά στο τζαμί ο πράσινος θόλος του πελώριου πλάτανου κι από πίσω τα γυμνά πέτρινα βουνά με τους παλιούς πολεμικούς τους πύργους. Όμως πάνω στη θάλασσα τα πάντα ήταν τυλιγμένα στη γλυκιά λάμψη και φωτεινότητα και μέσα από αυτήν τα βουνά των νησιών το ένα δίπλα στο άλλο γαλάζια γεμάτα θέλγητρα και ευδαιμονία. Σκοτεινό σε γκρίζο φόντο ήταν το χρώμα πάνω από τη Θάσο των δασών τη η ράχη.
Σε αυτήν την φωτεινή ατμόσφαιρα, τα πάντα φαίνονταν τόσο άμεσα και τόσο οικεία ενώ το βλέμμα εισχωρεί όλο και περισσότερο στο διαυγές βάθος. Ακόμα και οι πιο μακρινές ακτές οι πιο απαλές γραμμές σαν ανάσα σχηματισμένες, προδίδουν την παρουσία τους με χάρη και οικειότητα.
Κείμενο: Franz von Löher(1818 -1892), Griechische Küstenfahrten, Bielefeld und Leipzig 1876. Απόδοση στα ελληνικά, Π. Ενεπεκίδη.
Φωτογραφία: Η Καβάλα στις 28-1-1903.