Το μουσείο της Καβάλας είναι κάτι μεταξύ γήινου άνθους και θαλασσινού. Την Πρωτοχρονιά του ΄80 ψήλωσαν τα κύματα και τα όστρακα μιας ανασκαφής μου γέμισαν αρμύρα και στα παραθαλάσσια ξενοδοχεία απορούσαν που στις εισόδους τους έφταναν θαλασσινά νερά. Τέτοια ήταν η μανία της θάλασσας. Είναι ένα κτίριο τσιμεντένιο από έξω, άλλοτε με άνοιξη και πέταλα λουλουδιών, άλλοτε με βροχές και χιόνι. Το μουσείο κτίσθηκε επί Δημητρίου Λαζαρίδη, Καβαλιώτη αρχαιολόγου στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, πριν από τη χούντα που τον έδιωξε. Είχε φυτέψει, όπως λέγανε, τα λουλούδια και τα δένδρα του κήπου και μπροστά, μία αμυγδαλιά και μία κερασιά. Κτίσθηκε σε μία περιοχή μπαζωμένη για να γίνει χώρος παραλιακός. Στην περιοχή του Φαλήρου, θαλασσινός αχός, τσιμέντο. Για την ουσία των εκθεμάτων του μουσείου μάλλον θα πρέπει κανείς να ρωτήσει ή τα πέταλα των λουλουδιών της κερασιάς στην αυλή και της αμυγδαλιάς, ή τα σύννεφα που χαμηλώνουν την άνοιξη πέρα στο ακρωτήριο Βρασίδας.
(Διεθνής ημέρα μουσείων)
Κείμενο: Τάκης Γραμμένος, Σελίδες για ημερολόγιο. Παλίμψηστο Καβάλας, Ανθολόγιο μεταπολεμικών λογοτεχνικών κειμένων.
Φωτογραφία: Το αρχαιολογικό μουσείο στις αρχές της δεκαετίας του ΄60.