Λοιπόν, να σας πω κι εγώ τις εντυπώσεις μου από την συνάντηση:
Πρέπει να ξεκαθαρίσω πως είναι λίγο κουνημένες εντυπώσεις γιατί έφτασα Καβάλα λίγες ώρες πριν συναντηθούμε, με το τρένο Αθήνα-Δράμα. Όταν έφτασα στην Τόσκα ακόμη κουνιόμουν σαν να ήμουν πάνω σε τρένο, χωρίς να είμαι σίγουρη αν κουνιόμουν εγώ ή πηγαινοερχόταν ο άνθρωπος που συνομιλούσα σαν να στεκόταν πάνω σε ελατήριο.
Φτάσαμε στην Τόσκα με τη Μαρία Παπανικολάου, κλασικές δίδυμες του σχολείου. Εγώ νομίζω πως ήμουν λίγο πιο προετοιμασμένη από την Μαρία γιατί επέμενα να βάλει στο πορτμπαγκάζ της ταπεράκια για να πάρουμε φεύγοντας τα φαγητά που θα περίσσευαν. Είχα ακούσει το μεγαλειώδες νούμερο 100, πρόβλεψη για τα άτομα που θα παρευρεθούν. Οι δικοί μου υπολογισμοί σκάλωναν στο 50.
Αν είχα βάλλει στοίχημα, θα το είχα κερδίσει.
Η Μαρία αρνήθηκε να πάρει μαζί της ταπεράκια, οπότε όλες φάγαμε χ 2.
Ως Εγγλέζα, ήμαστε Εγγλέζες στην ώρα μας. Φυσικά μας υποδέχτηκαν οι Τρεις κι ο Κούκος. Τέσσερα άτομα ήταν όλα κι όλα. Η υποδοχή ήταν πολύ θερμή, με αγκαλιές και φιλιά σε ειλικρινή ενθουσιασμό, κι έτσι, σε αυτό το πνεύμα, όμορφα και γλυκύτατα, κύλησε όλη η βραδιά. Κύλησε όπως ξεκίνησε.
Κυλώντας έτσι, τελείωσε χωρίς να ολοκληρώσει. Έμεινε στο επίπεδο του σουαρέ γκαλά. Καθισμένες σε ένα τραπέζι, τα λέγαμε φιλικά. Προσωπικά μου έλειψε το στοιχείο του σχολείου, η Αιτία της συνάντησης. Θα μπορούσε να γίνει με δεκάδες τρόπους: από φωτογραφίες από τα άλμπουμ μας από σχολικές εκδομές και πάρτι έως ανατύπωση (σκανάρισμα) των ενδεικτικών μας (το αρχείο του σχολείου υπάρχει διαθέσιμο). Βρήκα ότι απουσίαζε από την συνάντηση των παλιών συμμαθητριών ο τόνος σχολείου και οι παλιοί μας εαυτοί.
Γι’ αυτό δεν φταίει καμία. Η βραδιά είχε οριστεί ως βρισκόμαστε, τρώμε και χορεύουμε. Το θέτω απλώς στο τραπέζι ως πρόταση για όταν ξαναβρεθούμε.
Για να συντομεύσω τις πολλές πολλές λεπτομέρειες, θα δώσω μερικά στατιστικά:
1) Οι φράσεις που ακούστηκαν περισσότερο ήταν κατά σειρά: «βρε, βρε, βρε», «δεν άλλαξες καθόλου!», «έχεις παιδιά;», «τα νέα σου!», «την τάδε την βλέπεις;»
Εδώ θα πρέπει να βάλλω εμβόλιμη την πρώτη διαπίστωση, ότι ελάχιστα συζητήσαμε «τι δουλειά κάνεις;», ερώτηση που φαντάζομαι ότι θα σκόραρε αντίστροφα στην συνάντηση των αγοριών.
2) Η αναλογία ξανθές βέρσους μελαχρινές στα 30 χρόνια που μεσολάβησαν, ανατράπηκε! Στην τάξη υπήρξα η ξανθιά (η μύγα μέσ’ στο γάλα, στο αντίστροφο) και τώρα βρέθηκα όχι μόνο να ανήκω στην πλειοψηφία αλλά να είμαι και πιο σκουρόχρωμη ξανθιά από άλλες! Όπως πολύ σωστά μου είπε η Λαζαρίνα Σαββίδου, η τέως μελαχρινή διπλανή μου στο θρανίο, «Νοέλ, σκούρυνες!»
3) Αν και το στατιστικό δείγμα ήταν στο ήμισυ, το εύρημα ήταν εντυπωσιακό και της τάξης του 100%: όλες μα όλες ήμαστε σε εξαιρετική φόρμα, «φροντισμένες» και όχι αφημένες. Λαμπερές, αποδείξαμε ότι για τη γυναίκα η δεκαετία των 40 χρόνων (ακόμη και προς το τέλος της) είναι μια χρυσή ηλικία.
Η δεύτερη, λοιπόν, διαπίστωση της βραδιάς (πρώτη σε σπουδαιότητα) ήταν ότι πολλές ήταν ίδιες, κάμποσες ήταν και καλύτερες. Δεν ξέρω αν είναι το νερό της Καβάλας ή πού οφείλεται, πάντως κάτι μαγικό συνέβη σε τούτα τα κορίτσια! Τα 30 χρόνια όχι μόνο περάσαν σαν το νερό από πάνω τους αλλά τις ευνοήσαν κι όλας!
Η επόμενη διαπίστωση, σε προσωπικό επίπεδο αυτή τη φορά, ήταν ότι, πριν συναντηθώ με τις παλιές μου συμμαθήτριες, λανθασμένα είχα στο μυαλό μου ότι μόνο εγώ (σχετικά) μικροέδειχνα. Αποδείχθηκα λάθος!
4) Οι περισσότερες συμμαθήτριες-μαμάδες έχουν το πρώτο τους παιδί σε ηλικία πάνω-κάτω 25 χρόνων. Που αποδεικνύει ότι παντρεύτηκαν σύντομα μετά το σχολείο, άρα ήταν ανάρπαστα τα κορίτσια μας.
Για την ιστορία, έχουμε και μία γιαγιά, την Όρθω Σαμίου, νυν Αβραμίδου, με εγγονάκι 15 ημερών.
5) Για να δούμε τις παλιές μας συμμαθήτριες, 3 (Άννα Χαδιαράκου, Μαρία Ανδρονικίδου κι εγώ) ήρθαμε από την Αθήνα και 3 (Στέφη, Σμαρώ Γεωργιάδου, Μίνα) από την Θεσσαλονίκη. Ζητάω συγνώμη αν ήταν κι άλλες και δεν τις ανέφερα. Το 1/8 επομένως όσων βρεθήκαμε, μπήκαμε στη διαδικασία, δώσαμε κόπο και χρόνο από την ενέργεια και τον χρόνο μας για να ξανανταμώσουμε. Κι αυτό είναι, κρίνω, περισσότερο σημαντικό από το αν η οργάνωση της εκδήλωσης ήταν υπαρκτή ή ανύπαρκτη και ο μπουφές της Τόσκα πολύ, μέτρια ή καθόλου νόστιμος.
Η επόμενη διαπίστωση, λοιπόν, αξίζει νομίζω να είναι ...μία σκέψη. Οι συναντήσεις των παλιών συμμαθητών είναι λόγος και αφορμή για να σκάψει ο καθένας μας μέσα του. Ώστε να βρει, ή να μην βρει, έναν καλό λόγο που θα είναι ο προσωπικός του, ολότελα δικός του λόγος να επιθυμήσει να «επιστρέψει» ή όχι. Είναι μειλίχια η κουβέντα αυτή. Εννοείται ότι ο λόγος μάλλον δεν μπορεί να είναι ένας, κοινός σε όλους, όταν είμαστε πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι.
Εκεί ίσως πρέπει να γυροφέρει η απάντηση γιατί κάποιες που γνώριζαν την συνάντηση, ιδιαίτερα αυτές που κατοικούν στην Καβάλα, επέλεξαν να μην παρευρεθούν.
6) Οι παρευρισκόμενοι άρρενες συμμαθητές ήταν τρεις. Οι δύο είχαν εκτόπισμα λόγω μεγέθους, όμως αριθμητικώς παρέμεινε τρεις. Η παρουσία τους θα μπορούσε να ήταν κυβερνητική, όπως στέλνει η Πολιτεία τιμητικούς αντιπροσώπους να την εκπροσωπήσουν αντ’ αυτού, όμως και οι τρεις ανταποκρίθηκαν στα καθήκοντά τους με διευρυμένες αρμοδιότητες: και συνομίλησαν με εμάς τα κορίτσια και αστειεύτηκαν και χόρεψαν και έκαναν τον φωτογράφο μας για να μην λείψει καμιά μας από το πλάνο. Βέβαια η ολιγομελής αγορίστικη παρουσία, ό,τι κι αν έκανε, δεν κατάφερε να αφαιρέσει από την συνάντηση το «ρι». Ήταν συνάντηση συμμαθητριών κι όχι συμμαθητών.
Το γιατί δεν παρευρέθηκαν περισότερα αγόρια-συμμαθητές μας, που άκουσα πως συζητήθηκε, νομίζω πως κακώς είναι θέμα. Προφανώς ο λόγος για να έρθουν δεν ήταν αρκετά ισχυρός και σε αυτό, κορίτσια, δεν φταίνε μόνο τα αγόρια! Η αέναη μάχη τους με το «ρι» φαντάζομαι ότι έχει λήξει προ πολλού λόγω ηλικίας.
Κλείνω με μια ευχή μέσα από την καρδιά μου: Ελπίζω ότι θα το επαναλάβουμε. Τα 40 χρόνια από την αποφοίτησή μας από το σχολείο, είναι μακριά όσο είναι και κοντά (με τα 30 χρόνια πίσω μας, τώρα το ξέρουμε!). Εύχομαι να είμαστε και τότε, όλες + τα 3 αγόρια, όσο καλά ήμαστε το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου, η φράση που τότε θα ακουστεί συχνότερα να είναι «είσαι ίδια!», και κάποια να έχει πει στον ντι-τζέι ότι τη δεκαετία του 1970 δεν χορεύαμε με Βέμπο.
Νοελ Μπαξερ